παριστᾷ

παριστᾷ
παριστάω
pres subj mp 2nd sg
παριστάω
pres ind mp 2nd sg (epic)
παριστάω
pres subj act 3rd sg
παριστάω
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρίστα — παρί̱στᾱ , παρίστημι cause to stand imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) παρίστᾱ , παρίστημι cause to stand pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic) παρίστᾱ , παριστάω pres imperat act 2nd sg παρίστᾱ , παριστάω imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάσας — παριστά̱σᾱς , παρίστημι cause to stand pres part act fem acc pl παριστά̱σᾱς , παρίστημι cause to stand pres part act fem gen sg (doric aeolic) παριστά̱σᾱς , παριστάω pres part act fem acc pl (doric) παριστά̱σᾱς , παριστάω pres part act fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάσαις — παριστά̱σαις , παρίστημι cause to stand pres part act fem dat pl παριστά̱σαις , παριστάω pres part act fem dat pl (doric) παριστά̱σαις , παριστάω aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) παριστά̱σαις , παριστάω aor opt act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάσεις — παριστά̱σεις , παριστάω aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) παριστά̱σεις , παριστάω fut ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάς — παριστά̱ς , παρίστημι cause to stand pres part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάσης — παριστά̱σης , παρίστημι cause to stand pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • γρανάτες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών, που κρυσταλλώνονται στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος, με συνηθέστερη μορφή κρυστάλλων ρομβικού, 12έδρου ή δελτοειδούς 24έδρου. Χημικά ορίζεται με το γενικό τύπο X2Y3(SiO4)3, όπου το X παριστά τα δισθενή στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • παρισταμένα — παρισταμένᾱ , παρίστημι cause to stand pres part mp fem nom/voc/acc dual παρισταμένᾱ , παρίστημι cause to stand pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) παριστᾱμένᾱ , παριστάω pres part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) παριστᾱμένᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρισταμένας — παρισταμένᾱς , παρίστημι cause to stand pres part mp fem acc pl παρισταμένᾱς , παρίστημι cause to stand pres part mp fem gen sg (doric aeolic) παριστᾱμένᾱς , παριστάω pres part mp fem acc pl (doric aeolic) παριστᾱμένᾱς , παριστάω pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”